- οριμαλιδες
- ὀριμαλίδεςὀρῐμαλίδες
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οριμαλίδες — ὀριμαλίδες, αἱ (Α) (δ. γρφ.) βλ. ορομαλίδες … Dictionary of Greek
ορομαλίδες — ὀρομαλίδες και ὀριμαλίδες, αἱ (Α) είδος άγριων μήλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορο / ορι (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + μῆλον / μᾶλον + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek